Νεοκαισάρεια

Οι κάτοικοι της Νεοκαισάρειας κατάγονται από τα χωριά Ζίλε, Καρατζορέν, Χαστακόι και Αϊ Κωστέν της Καισάρειας της Καππαδοκίας. Οι κάτοικοι ήταν τουρκόφωνοι. Οι κάτοικοι του Ζίλε άρχισαν να φεύγουν από τις εστίες τους, το Μάρτιο του 1924. Πολλοί από αυτούς σκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, μια ομάδα έφτασε στην Κέρκυρα όπου ενώθηκαν με άλλους πρόσφυγες από το Καρατζορέν και το Χασακόι και έμειναν μέχρι το 1925 στο νησί. Από την Κέρκυρα κάποιοι έφτασαν στα Γιάννινα και ίδρυσαν το προσφυγικό οικισμό της Νεοκαισάρειας με πρωτοπόρο τον Ελευθέριος Χατζηπέτρου.



Οι πρόσφυγες έμειναν στα αντίσκηνα δύο περίπου χρόνια. Προσπαθώντας να επιβιώσουν εργάστηκαν ως γεωργοί και τσοπάνοι σε διπλανά χωριά ενώ οι συνθήκες ζωής στα αντίσκηνα ήταν αφόρητες. Μερικά πρόχειρα καταλύματα από ξύλα και κεραμίδια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους δειλά δειλά ενώ μόλις το 1928 η Ε.Α.Π. κατασκεύασε το ρυμοτομικό σχέδιο του οικισμού και τελείωσε την ανοικοδόμηση το 1930. Ο οικισμός περιλάμβανε 22 οικοδομικά τετράγωνα και 84 οικόπεδα. Συνολικά κτίστηκαν 86 κατοικίες που η καθεμιά διέθετε 2 δωμάτια. Τα σπίτια ήταν σε ημιτελή κατάσταση ακόμα και μετά την εγκατάσταση των προσφύγων σ’ αυτά. Βασικό υλικό των σπιτιών οι πλίνθοι, ενώ ο περιμετρικός τοίχος ήταν φτιαγμένος με πέτρα και ασβέστη. Αργότερα κατασκευάστηκαν βοηθητικοί χώροι, όπως αποθήκες και στάβλοι. Το υλικό κατασκευής αυτών το χώρων ήταν το καλάμι της σίκαλης.

Οι πρόσφυγες συνέστησαν την προσφυγική ομάδα με την ονομασία Προσφυγικός Όμιλος Νέας Καισάρειας περιοχής Κολονιατίου με την ονομασία να παραπέμπει στη χαμένη πατρίδα και στη μνήμη των χωριών της επαρχίας Καισαρείας. Η Νέα Καισάρεια έγινε το σημείο αναφοράς του μεγάλου ταξιδιού που έκαναν οι πρόσφυγες. Έγινε η κιβωτός της μεταφοράς και της διατήρησης της μνήμης της παλιάς πατρίδας στο νέο τόπο. Εξέφραζε το-νέο-, τη νέα ζωή που άρχιζε, μέσα από την αναφορά στην «παλιά» γεωγραφία και τον παλιό και γνώριμο τρόπο ζωής. Ο προσφυγικός όμιλος καταργήθηκε το 1934 και ιδρύθηκε η κοινότητα Νεοκαισάρειας.

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Αρχικά ως σχολείο λειτούργησε ένα από τα σπίτια του οικισμού, μια διπλοκατοικία που στέγασε 135 μαθητές. Το κτίριο του σχολείου βρισκόταν στη μέση της πλατείας και διέθετε 4 δωμάτια. 2 δωμάτια χρησιμοποιούνταν ως αίθουσες διδασκαλίας, 1 ως κατάλυμα του δασκάλου και το άλλο λειτουργούσε ως εκκλησία. Το 1957 άρχισε να χτίζεται το δημοτικό σχολείο της κοινότητας και ολοκληρώθηκε το 1960.

Η ΓΗ

Κάθε μέλος μιας προσφυγικής οικογένειας έλαβε 7,5 στρέμματα γης. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις χωρίστηκαν σε 4 κατηγορίες. Εκτός από τα κομμάτια γης για την καλλιέργεια των δημητριακών, δόθηκε 1,5 στρεμ., σε κάθε οικογένεια για καλλιέργεια αμπελιών, ξερικά χωράφια για καπνό, βαλτότοποι για καλαμπόκι και κοπτολίβαδα για τριφύλλι. Έξω από τον οικισμό η κοινότητα διέθετε αλώνια. Οι κλήροι ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία. Χορηγήθηκαν επίσης ζώα και γεωργικά εργαλεία.

ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ

Το χωριό διαθέτει δύο εκκλησίες: το παλιό Μοναστήρι των Ταξιαρχών και την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Το Μοναστήρι των Ταξιαρχών υπήρξε η πρώτη εκκλησία, όπου κατέφυγαν οι πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια της άφιξης τους. Το βρήκαν μισογκρεμισμένο, να σώζονται μόνο ο τρούλος και κάποιες αγιογραφίες. Η πρώτη γενιά των προσφύγων αναστήλωσε το παλιό μοναστήρι με προσωπική εργασία.
Ο Άγιος Βασίλειος, ταυτισμένος με την επαρχία Καισαρείας, έγινε το σημείο αναφοράς της θρησκευτικής συμπεριφοράς και της πολιτισμικής ταυτότητας των προσφύγων. Οι πρόσφυγες από το Ζίλε έφεραν μαζί τους τις εικόνες, την καμπάνα και τον επιτάφιο από την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου που υπήρχε στο Ζίλε. Όμως το φορτίο αυτό δεν έφτασε ποτέ σ’ αυτό τον τόπο, έμεινε μέσα στο καράβι, στον Πειραιά. Ήταν κοινή πεποίθηση ότι η νέα εκκλησία έπρεπε να είναι αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο, γιατί διατηρούσε τη μνήμη της παλιάς πατρίδας στο νέο τόπο.