Μαρτυρίες

"Σεφκιέτ! Δε με γνωρίζεις, τζάνεμ; Χρόνια τρυγήσαμε μαζί γέλιο και δάκρυ. Νε με απίορ, Σεφκιέτ; Σεφκέτ! Θερία γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε, Κάψαμε τις καρδιές μας, άδικα. Τόσα φαρμάκια, τόση συμφορά κι εμάνα ο νους μου να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να' ταν, λέει, ψέματα όλα όσα περάσαμε, και να γυρίζαμε τώρα' δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες... Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοϊλέ... έχε για Ανατολία! Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ' αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέτ ολανράρ! Ανάθεμα στους αίτιους!"
(Πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα Χώματα)

"Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να' ναι τα χρόνια δίσεχτα: πόλεμοι, χαλασμοί, ξενιτεμένοι. Κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά, κάποτε δεν τα βρίσκει. Το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια. Οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια"
(Πηγή: Γ. Σεφέρης, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα)

"Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια Κι απ' το θάνατο ακόμα πιο πικρή' σαι προσφυγιά..."
(λαϊκό τραγούδι)

"Εδώ άλλοτε ήταν λιβάδια, χειμαδιά τούρκικα. Πουνίλα, λεγόταν η τοποθεσία. Έρημος ήταν ο τόπος, ένα κλαρί δεν υπήρχε."
(Γεώργιος Εμμανουηλίδης, Ανατολή)

"Ήρθανε το '22 εδώ. Τραβήξανε πολλά, σκορπίσανε στα Γιάννενα, δεξιά αριστερά, σε χάνια, εκεί που είχαν τα ζώα εδώ οι ντόπιοι, που πηγαίναν στα Γιάννενα να ψωνίσουνε, και τσ' είχαν εκεί μέσα. Αλλά είχανε δραστηριότητα. Ο ποντιακός λαός ήτανε εργαζόμενος, πολύ εργάζονταν, ήτανε εργατικοί. Και ξεκίνησαν από το μηδέεν που τους έφεραν, τους είχαν φέρει από την Τουρκία τους έφερναν γύρα. Γι' αυτό και έχουνε χαθεί πολλοί τους... Καταλήξαν εδώ οι δικοί μας στα Γιάννενα, στα χάνια που σας λέω, και ύστερα άρχισαν από το ... '23 με '24 να ιδρυθεί το χωριό εδώ, ο συνοικισμός, λέγαμε συνοικισμός της Ανατολής. Και καταλήξαμε εκατόν σαράντα οικογένειες εδώ πέρα. Ξεκίνησαν με τη βοήθεια βεβαίως του κράτους αλλά περισσότερη προσωπική εργασία βάζαν οι ίδιοι."
(Ανδρέας Πτηνόπουλος, Ανατολή)

"...Αλλά τι να σου πω για τη Μικρασία, παιδί μου. Τι να σου πω, έχει μεγάλη ιστορία η Μικρασία. Εκεί ήταν πολύ, να πούμε, οι δικοί μας ήταν στο κλαρί. Σκότωσαν πολλούς. Έβλεπες γυναικόπαιδα οι δικοί μας αντάρτες φώναζαν στις γυναίκες "αφήστε τα παιδιά να κλαίνε να μην μας καταλάβουν οι Τούρκοι που είμαστε, που βρισκόμαστε". Τώρα η μάνα μπορεί να πετάξει το παιδί;"
(Γιάννης Κώστογλου, Μπάφρα)

"Επειδής μιλάγαμε τούρκικα... Έλληνοι είμασταν. Άμα δεν είμασταν Έλληνοι δεν ερχόμασταν!"
(Κατερίνα Μπατσάκογλου, Μπάφρα)

"...Κι από κει ήρθαμαν... Μας φόρτωσαν από κει, απ' την Κέρκυρα, μας βγάλαν στην Πρέβεζα. Απ' την Πρέβεζα, με κάτι αυτοκίνητα σαράβαλα ήταν τότε, ήρθαμαν εδώ. Μας πέταξαν εδώ πέρα... Ετούτο το χωριό, όταν έρθαμαν αγκάθια... και τίποτας..."
(Λευτέρης Λαζάρου, Νεοκαισάρεια)

"Τραβήξαμε πολλά... Αμαρτία δηλαδή, νηστεία, φτώχεια, ώσπου να συνέρθουμε, ώσπου να δουλέψουμε, μέρα νύχτα δεν είχαμαν. Δεν ήξεραμαν τι θα πει νύχτα τι θα πει μέρα. Δουλεύαμαν! Πολύ δουλειά! Καπνά βάζαμαν είκοσι στρέμματα εμείς. Καλαμπόκι, βρίζα, σιτάρι, βρώμη πάντα... Όλα αυτά εμείς με τα χέρια μας... Τραβήξαμαν πάρα πολύ φτώχεια!!!"
(Θεοφανία Προδρόμου, Νεοκαισάρεια)

"Απ' την Πέμπτη αρχίναγαν το γάμο... Πέμπτη οι κοπέλες έρχονταν και χόρευαν εκεί. Στο σπίτι του παιδιού. Νύφη δεν γίνονταν τόσο πολύ. Γαμπρός στο σπίτι γένονταν γλέντι μέχρι Δευτέρα το βράδυ. Σάββατο βράδυ έντυναν το γαμπρό. Μαζεύονταν όλοι. Κυριακή είνα' ο γάμος... Μαζεύονταν όλοι έντυναν το γαμπρό..."
(Κατερίνα Μπατσάκογλου, Μπάφρα)

"Όσο για το γάμο δεν κάλαγαν κανένα "Θα παντρεύει ο Βαγγέλης" ας πούμε, "θα πάμε στο γάμο, παντρεύεται ο Βαγγέλης" Τι έσφαζαν, τι κάναν; Ένα κοτόπουλο, λίγες πατάτες και φωνάζανε ορισμένους... δεν είχαμε ορισμένους. Εκεί έλα πάρε κι εσύ λίγο κάτι... το κρασί και το αυτό ήτανε κάπως πολύ. Όχι και πολύ κάπως καλά ήτανε... Όλοι δικοί μας είμασταν, πηγαίναμε."
(Βαγγέλης Περπερίδης, Ανατολή)

"Εδώ όταν ήρθαμε, μας είπαν θα κόψετε πλιθάρια, τούβλα, μαντάμια, με καλούπι, σαράντα πόντους μάκρος και είκοσ' πόντους, να κόψετε τούβλα, είπανε, να σας φτιάκουμε τα σπίτια. Κόψανε μερικοί, όσοι πρόλαβαν και κόψανε ο καιρός ήταν καλός, κόψανε, φτιάσανε μερικά σπίτια με τα τούβλα, τα' φτιασαν. Μετά κι εγώ έχω κόψει κάπου έξι χιλιάδες τούβλα, έξι - εφτά. Τα μισά τα' χω στεγνώσει και τα' στησα νταν, τ' άλλα τα έχω ακόμα κατής. Πιάνει μια φουρτούνα, βροχή, κατακλυσμός. Παν αυτά τα' λιωσεν όλα. Όλο το μαράζι ήταν που τα' λιωσαν όλα. Κοίταξαν δε γένεται, μετά αποφάσισαν και τα' χτισαν με πέτρα, πέτρινα... Χωρίς ταβάνι, χωρίς τίποτα, χωρίς σοβατίσματα, τι να κάναμαν, μπήκαμαν μέσα, που να καθίσεις! άλλοι ήταν σε αντίσκηνα, έβρεχε, χιόνιζε, έβλεπες από τα κεραμίδια έμπαινε μέσα η βροχή κι από κάτω εμέις το χειμώνα το μαγγάλι βάζαμαν φωτιά, βάζαμαν την κουβέρτα από πάνω και βάζαμαν τα χέρια και τα ποδάρια μέσα και καθόμασταν και ζεσταινόμασταν..."
(Βασίλης Ευσταθιάδης, Ανατολή)

"Το σχολείο έγινε με προσωπική εργασία. Κουβαλάγαμαν πέτρα από το Παρκιό με τα κάρα, και φτιάξαμαν το σχολείο εδώ. Εσύ είσαι μάστορας θα φτιάξεις τον τοίχο. Εσύ είσαι με το κάρο εσύ θα φέρεις πέτρα. Εσύ είσαι εργάτης θα βοηθήσεις εκεί τους μαστόρους. Και το σχολείο έγινε με το δάσκαλο το Ζάγκλη, με το μακαρίτη το Γιώργο, αυτός ήτανε δάσκαλος και αυτός έβαλε μπρος... και φτιάξαμε το σχολείο, εκεί απάνω. Εγώ κουβάλαγα πέτρα απ' το βουνό με το κάρο. Με προσωπική εργασία έγινε το σχολείο."
(Χρήστος Ιωάννου, Ανατολή)