Μετά τον ξεριζωμό και τις περιπέτειές τους, οι πρόσφυγες, αφού πέρασαν αμέτρητες αντιξοότητες, τόσο στο ταξίδι τους προς την Ελλάδα όσο και κατά τον πρώτο καιρό διαμονής τους σε αυτή, κατάφεραν να ορθοποδήσουν. Μέσα από σκληρούς αγώνες για επιβίωση και αποδοχή τους από τους αυτόχθονες Έλληνες κατάφεραν να προσαρμοστούν στην καινούρια τους ζωή, διατηρώντας τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους.
Η αναμνήσεις των κατοίκων της περιοχής μας μαρτυρούν πολλά για τη ζωή τους στις διάφορες επαρχίες του Πόντου και της Μικράς Ασίας πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Η ζωή τους, λοιπόν, εκεί στηριζόταν στα προϊόντα που παρήγαγαν στα κτήματά τους. Αυτά ήταν το καλαμπόκι, σιτάρι, κριθάρι, φασόλια και λαχανικά το οποία πουλούσαν στο παζάρι, όπου και αγόραζαν ρούχα, αλάτι και πετρέλαιο, πράγματα δηλαδή που δεν είχαν. Έτσι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν "τα είχανε όλα". Αν και αναγκάζονταν να εργάζονται πολλές ώρες στα κτήματά τους και η συντήρηση του σπιτιού και της οικογένειας γινόταν δύσκολη με την απουσία των γονιών τους, οι πρόσφυγες δηλώνουν πως ζούσαν ευτυχισμένοι. Εξάλλου, η βοήθεια των μεγαλύτερων παιδιών ήταν αναγκαία και πολύ χρήσιμη, ειδικά μετά τη διαταγή για την ανταλλαγή και το ταξίδι για την Ελλάδα.
Όσο για τις σχέσεις τους με τους Τούρκους οι περισσότεροι αναφέρουν πως ήταν αγαθές και πως δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερα προβλήματα. Αν και οι Τούρκοι υπερτερούσαν σε πληθυσμό, ήταν καλός λαός και δεν ενοχλούσαν τους Έλληνες. Τονίζουν ακόμα πως ήταν τεμπέληδες και δε δούλευαν, αλλά αρκούνταν στο να ζητιανεύουν απ’ τα σπίτια των Ελλήνων οι οποίοι φυσικά τους δέχονταν και τους προσέφεραν ότι ζητούσαν. Παρόλα αυτά όμως, τα προβλήματα δε άργησαν να εμφανιστούν και να γίνονται όλο και πιο έντονα. Το κράτος και οι κυβερνώντες ήταν αυτοί που νοιάζονταν για τα συμφέροντα και τις διάφορες πολιτικές τους και "διασκέδαζαν" παίζοντας με τη μοίρα ολόκληρων πληθυσμών. Πολλές φορές εκμεταλλεύονταν τις δύσκολες συνθήκες για την επίτευξη του στόχου τους και την εξόντωση του ελληνικού λαού. Βέβαια, η κατάσταση επιδεινώθηκε με τη διαταγή του Κεμάλ να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, έχοντας 3 μέρες προθεσμία να πουλήσουν τα πάντα και να φύγουν.
Δυστυχώς,τα προβλήματα και οι δύσκολες δεν τελείωσαν ακόμα και όταν εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα. Αν και μοιράστηκε ο κλήρος και όλοι είχαν άλογα, βόδια, χωράφια, κάρα και άλλα αγροτικά μηχανήματα, ήταν παράλληλα χρεωμένοι στο κράτος και γι’ αυτό ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν όσο χρειαζόταν ώστε να ξεχρεωθούν. Επίσης, οι περισσότεροι ντόπιοι δεν ήθελαν τους πρόσφυγες και μάλιστα τους κορόιδευαν αποκαλώντας τους "Τούρκους". Συγχρόνως πολλοί ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί και αδικαιολόγητα σκληροί μπροστά στη δυστυχία και τον αγώνα για την επιβίωση της προσφυγιάς.
Σήμερα, οι κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ προσφύγων και ντόπιων τείνουν να ξεπεραστούν μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Οι δεσμοί συγγένειας μέσω επιγαμιών και οι συμπληρωματικές μορφές συγγένειας συνετέλεσαν στην άμβλυνση των διαφορών αυτών.